- διανυκτέρευσις
- διανυκτέρευσις , εως, ἡ (s. διανυκτερεύω; τοῦ πάσχα δ. Eus., HE 6, 9, 2) night-watch διὰ [τ]ὰ̣ς [νης]τ̣ί̣α̣̣ κ̣α̣[ὶ τὰς]| δι[α]νυκτερεύσις τὰς πρὸς τοὺς ἀδελφούς through fasting and night-watches with his fellow Christians AcPl Ha 7, 25f.—DELG s.v. νύξ.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.